- ἀνεψιός
- ἀνεψιός, gen. ἀνεψιόο (sic), Il. 15.554: sister's son, nephew, Il. 15.422; sometimes of other relations, ‘cousin,’ Il. 10.519.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀνεψιός — first cousin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεψιός — και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός) ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου αρχ. μσν. εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών… … Dictionary of Greek
ἀνεψιοῖο — ἀνεψιός first cousin masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιοῖς — ἀνεψιός first cousin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιοί — ἀνεψιός first cousin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιοῦ — ἀνεψιός first cousin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιούς — ἀνεψιός first cousin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιέ — ἀνεψιός first cousin masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιῷ — ἀνεψιός first cousin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιόν — ἀνεψιός first cousin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιώ — ἀνεψιός first cousin masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)